- πρωτόσφακτος
- -ον, Ααυτός που σφάχθηκε πρώτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + σφακτός (< σφάζω), πρβλ. νεό-σφαχτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτόσφακτον — πρωτόσφακτος slaughtered first masc/fem acc sg πρωτόσφακτος slaughtered first neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)